- κουρτέλο
- τοστηθαίο, θωράκιο γέφυρας ή εξώστη ή παραθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κουρτέλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek